- αυερύω
- αὐερύω (Α)1. ανασύρω, τραβώ προς τα πίσω2. (για θυσίες) τραβώ το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω για να το σφάξω3. (για βδέλλες) απομυζώ, ρουφάω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αιολικός τ. αυερύω < *αF-Fερύω < *αν-Fερύω (με αφομοίωση του -F-) < *ανα-Fερύω, με αποκοπή της προθέσεως ανά (βλ. και λ. ερύω)].
Dictionary of Greek. 2013.